-
1 επιχορήγημα
το см. επιχορήγηση 4 -
2 ἐπιχορήγημα
A an additional supply, Ath.4.140c (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχορήγημα
-
3 ἐπιχορήγημα
ἐπι-χορ-ήγημα, τό, das außerdem Aufgewendete, der Zuschuß -
4 επιχορηγήματα
-
5 ἐπιχορηγήματα
См. также в других словарях:
επιχορήγημα — το (AM ἐπιχορήγημα) πρόσθετο χορήγημα … Dictionary of Greek
επιχορήγημα — το, ατος το επιπλέον χορήγημα, πρόσθετη αμοιβή ή παροχή, επίδομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιχορηγήματα — ἐπιχορήγημα an additional supply neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίδομα — το, ατος 1. ό,τι δίνεται επιπλέον, πρόσθετη αμοιβή σε τακτική μισθοδοσία, επιχορήγημα: Καταργούνται τα επιδόματα των υπαλλήλων. 2. έκτακτο χρηματικό βοήθημα: Επίδομα πλημμυροπαθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)